- κατηφόρισμα
- το [κατηφορίζω]1. η πορεία σε κατηφορικό δρόμο2. κατηφορικός δρόμος, κατηφόρι, κατηφοριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατηφόρισμα — το 1. η κίνηση προς τα κάτω, η πορεία σε κατηφορικό δρόμο 2. κατηφόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)